- χειρόδεικτος
- -ον, Αδακτυλοδεικτούμενος, πασίγνωστος, ολοφάνερος.[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)-* + δεικτός (< δείκνυμι), πρβλ. δακτυλό-δεικτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χειρόδεικτα — χειρόδεικτος manifest neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού λέξεων, ιδίως ονομάτων, όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χείρ, χειρός «χέρι». Τα σύνθετα με χειρ(ο) μπορεί να αναφέρονται γενικά στο χέρι, ενώ ειδικότερα δηλώνουν την ενέργεια που γίνεται … Dictionary of Greek
χειροδεικτώ — έω, Ν [χειρόδεικτος] δείχνω με το χέρι … Dictionary of Greek